- επιδοτώ
- επιδοτώ, επιδότησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐπιδότω — ἐπιδίδωμι give besides aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CENSURA Ecclessastica — in lapsos in Idololatriam, vel ad ulterium, vel haeresin, vel schisma, vel aliud grave notorium peccatum; aliô nomine Excommunicatio, sie describitur apud Cyprian. Ep. 28. A communione nostra arceatur, se abstentum a nobis sciat. Et Ep. 38. Sciat … Hofmann J. Lexicon universale
χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α … Dictionary of Greek
πριμοδοτώ — ησα, ήθηκα, επιδοτώ κάποιο προϊόν, κυρίως γεωργικό: Η κυβέρνηση θα πριμοδοτήσει φέτος τα μπαμπάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)